- δυσδιάγνωστος
- δυσδιάγνωστοςhard to distinguishmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσδιάγνωστος — η, ο (ΑΜ δυσδιάγνωστος, ον) αυτός που δύσκολα εξακριβώνεται («δυσδιάγνωστη αρρώστια») … Dictionary of Greek
δυσδιάγνωστον — δυσδιάγνωστος hard to distinguish masc/fem acc sg δυσδιάγνωστος hard to distinguish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαγνωστότατος — δυσδιάγνωστος hard to distinguish masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιαγνώστων — δυσδιάγνωστος hard to distinguish masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάγνωστα — δυσδιάγνωστος hard to distinguish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσδιάγνωστοι — δυσδιάγνωστος hard to distinguish masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσανάκριτος — δυσανάκριτος, ον και δυσάγκριτος, ον (Α) αυτός που καθορίζεται δύσκολα, δυσδιάγνωστος … Dictionary of Greek